πουλυγόητος
Look at other dictionaries:
πουλυγόητος — ον, Α βλ. πολυγόητος … Dictionary of Greek
πολυγόητος — και επικ. τ. πουλυγόητος, ον, Α πολυθρήνητος, πολύκλαυστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γόητος (< γοῶ), πρβλ. αμφι γόητος] … Dictionary of Greek